- πρόσραξις
- πρόσραξις, εως, ἡ,A dashing against, PCair.Zen.534.23 (iii B.C.), Ph. 2.489.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσραξις — άξεως, ἡ, Α [προσράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσράσσω, ορμητικό χτύπημα ενός αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο … Dictionary of Greek
προσράξει — πρόσραξις dashing against fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσράξεϊ , πρόσραξις dashing against fem dat sg (epic) πρόσραξις dashing against fem dat sg (attic ionic) προσαράσσω dash against aor subj act 3rd sg (epic) προσαράσσω dash against fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσράξεσι — πρόσραξις dashing against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)